- παρακλίντωρ
- -ορος, ὁ, Ααυτός που δειπνεί ξαπλωμένος κοντά σε κάποιον άλλο, δηλ. ο συμποσιαζόμενος, ο φιλοξενούμενος («παρακλίντορας ἔκτανεν ἄνδρας», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακλίνω + επίθημα -τωρ (πρβλ. σημάν-τωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακλίντορας — παρακλίντωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλίτης — ὁ, Α [παρακλίνω] αυτός που δειπνεί ξαπλωμένος κοντά σε κάποιον, σύνδειπνος, παρακαθήμενος, παρακλίντωρ* («σύνδειπνον καὶ παρακλίτην πεποιημένον ἄνδρα ὑπέρδασύν τε καὶ ὑπέραισχον», Ξεν.) … Dictionary of Greek